πρόβατα

πρόβατα
πρόβατα
Grammatical information: n. pl.
Meaning: `cattle, herd, flock' (Il.), `small cattle', sg. -ον mostly `sheep' (Att., Gort. etc.); also name of an unknown fish (Opp., Ael.; because of the similarity of the head, cf. Strömberg Fischn. 102).
Compounds: Compp., e.g. προβατο-γνώμων m. `knower of herds' (A.), πολυ-πρόβατος `rich of cattle, sheep' (Hdt., X.).
Derivatives: 1. Dimin. προβάτ-ιον n. (Att.). 2. Adj. προβάτ-ειος (Arist.), -ικός (LXX, N.T.) `belonging to sheep (small cattle)', -ώδης `sheep-like' (sp.). 3. -ών (-εών Hdn.), -ῶνος m. `sheepfold' (hell. inscr. a. pap.). 4. -ήματα πρόβατα H. (after κτήματα, βοσκή-ματα etc.; Chantraine Form. 178). 5. -εύς m. `shepherd' (title of a com. of Antiph.). 6. -εύω `to keep, tend cattle, sheep' (D. H., App.) with -ευτικός, -εύσιμος, -ευτής, -εία. 7. Plant-names: -ειον, -ειος, -αία (Ps.-Dsc.) "sheep-herb" (cf. Strömberg Pfl. 137). -- To πρόβειος, rhythmical shortening for προβάτειος (An. Ox. a.o.) Palmer Class Quart. 33,31ff.
Origin: IE [Indo-European] [463] *gʷeh₂- `go'
Etymology: In the same sense as πρόβατα we find once in collective meaning the verbal abstract πρόβασις (β 75 κειμήλιά τε πρό-βασίν τε), which designates here the moving cattle as opposed to the life-less ("lying") property. The origin from προβαίνειν (thus already EM) is confirmed by it. Thus OIcel. ganganda fé "going cattle" = `living stock' beside liggjanda fé 'κειμήλια', Hitt. ii̯ant- `sheep' prop. "the going", ptc. of ii̯a- `go', Toch. A śemäl `small cattle', prop. vbaladj. of käm-, śäm- `come' (= βαίνειν). Typical for Greek is however the prefix προ-; so πρόβατα prop. "those going forward", a notion, which seems to require an other way of moving as opposite, but has a correspondence in Av. fra-čar- and Skt. pra-car- `move forward' (opposed to `remain motionless'); s. Benveniste BSL 45, 91 ff. with extensive treatment and criticism of diverging views (Lommel KZ 46, 46ff.; s. also Kretschmer Glotta 8, 269 f.). -- The plural πρόβατα is usu., esp. because of the dat. pl. πρόβασι (Hdn.) for the usual προβατοις (Hes.), considered as orig. consonant-stem πρόβατ-α, to which secondarily πρόβατον (Bq s.v., Schwyzer 499 with Risch 178, Benveniste l.c., Egli Heteroklisie 41 ff.); against this with good arguments Georgacas Glotta 36, 178 ff., who rightly points to other infinite active το-participles, e.g. στατός `standing' (s. ἵστημι). -- In the secondary sense of `sheep' πρόβατον has replaced the older ὄις.
Page in Frisk: 2,597-598

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προβάτα — η, Ν η προβατίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. μουλάρα)] …   Dictionary of Greek

  • προβάτα — η βλ. προβατίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόβατα — πρόβατον cattle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κείρεσθαί μου τὰ πρόβατα, ἀλλ’ οὐκ ἀποξήρεσθαι βούλομαι. — κείρεσθαί μου τὰ πρόβατα, ἀλλ’ οὐκ ἀποξήρεσθαι βούλομαι. См. Доброго пастыря дело овец стричь, а кожи не снимать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πρόβαθ' — πρόβατα , πρόβατον cattle neut nom/voc/acc pl πρόβᾱτε , προβαίνω step forward aor imperat act 2nd pl πρόβᾱθι , προβαίνω step forward aor imperat act 2nd sg (doric) πρόβᾱτε , προβαίνω step forward aor ind act 2nd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόβατ' — πρόβατα , πρόβατον cattle neut nom/voc/acc pl πρόβᾱτε , προβαίνω step forward aor imperat act 2nd pl πρόβᾱτε , προβαίνω step forward aor ind act 2nd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • οβίνες — Αρτιοδάκτυλα μηρυκαστικά του γένους όβις (ovis), της οικογένειας των βοοειδών, της υποοικογένειας των καπρινών. Μερικοί επιστήμονες χωρίζουν τα βοοειδή σε δυο διαφορετικές υποοικογένειες: τους καπρίνες και τους οβίνες. Στη ζωοκομία όμως, με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”